- προσκεφαλάδιον
- προσκεφᾰλ-άδιον, τό, Dim. of sq., Dura4 100 (iii A.D.), Eust.1552.31.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσκεφαλάδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκεφαλάδι — το / προσκεφαλάδιον, ΝΜ [προσκεφάλαιον] προσκέφαλο, μαξιλάρι κρεβατιού … Dictionary of Greek